DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
motoring ['məut(ə)rɪn] n
mech.eng. εξαερισμός του στροβιλοκινητήρα
motoring ['məut(ə)rɪn] v
mech.eng. περιστροφή του κινητήρα χωρίς ανάφλεξη; περιστροφή χωρίς ανάφλεξη; εσωτερικός καθαρισμός στροβιλοκινητήρα με περιστροφή χωρίς ανάφλεξη
motoring
: 7 phrases in 4 subjects
Economy2
Law1
Mechanic engineering2
Transport2