DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
motor spirit ['məutə'spɪrɪt]
econ. καύσιμα αλκοόλης
energ.ind. βενζίνη κινητήρων; βενζίνη αυτοκινήτων
energ.ind., mech.eng. καύσιμο κινητήρα; βενζίνη για κινητήρες