DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
merger ['mɜ:ʤə] n
gen. συγχώνευση δι'απορροφήσεως
econ. συγχώνευση; συγχώνευση εταιρειών; ολοκλήρωση; συγκέντρωση; συγκεντροποίηση; συγχώνευση επιχειρήσεων
fin. πράξη συγκέντρωσης
merger
: 34 phrases in 9 subjects
Accounting1
Business2
Commerce2
Economy10
Finances4
General2
Law11
Microsoft1
Taxes1