| |||
κλίση σταχυών προς την γη; πλάγιασμα | |||
διανομή | |||
παροχή καταλύματος/κατάλυμα/στέγαση/προσωρινή διαμονή | |||
στέγαση | |||
| |||
γέρνω; πέφτω; πλαγιάζω; παγιδεύω | |||
σκαλώνω | |||
| |||
παροχή καταλύματος; κατάλυμα; προσωρινή διαμονή; στέγαση | |||
| |||
υποβάλλω | |||
English thesaurus | |||
| |||
ldg |
lodging : 43 phrases in 13 subjects |