DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
livestock [ˈlaɪvˌstɒk] n
agric. ζώα κτηνοτροφίας; ζώντα ζώα; θρέμματα,βοσκήματα,ζωντανά; κτήνη
anim.husb. ζώα; αριθμός ζώων; αριθμός κτηνών; βοσκήματα; δύναμη κοπαδιού; θρέμματα
econ. ζωικό κεφάλαιο
environ. ζωικό κεφάλαιο/ζώα
livestock Cattle, horses, and similar animals kept for domestic use especially on a farm [ˈlaɪvˌstɒk] n
environ. ζώα
livestock
: 115 phrases in 15 subjects
Accounting1
Agriculture64
Animal husbandry9
Economy9
Environment6
Finances3
Health care1
International trade1
Marketing1
Medical3
Natural resourses and wildlife conservation1
Natural sciences2
Politics2
Statistics2
Transport10