| |||
απολίνωσις; περίδεσις; περίσφιγξις; ένωση; σύνδεση; συνένωση | |||
| |||
μονό στοιχείο αποτελούμενο από δύο γράμματα; συμπλέγματα | |||
| |||
συστοιχείο | |||
| |||
σύμπλεγμα δύο ή περισσότερων χαρακτήρων | |||
δίψηφο (In typography, a single character created from two joined letters that replaces the two separate letters) | |||
σύμπλεγμα | |||
σύσφιγξις |
ligature : 20 phrases in 3 subjects |
Mechanic engineering | 2 |
Medical | 15 |
Transport | 3 |