DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
leaven ['lev(ə)n] n
agric. ζύμη αρτοποιίας; μαγιά αρτοποιίας; προζύμι; μπόλιασμα μούστου με ζυμομύκητες; ποδάρι; ζύμη; καλλιέργεια ζύμης; ζύμη; προζύμι; ποδάρι; μπόλιασμα μούστου με ζυμομύκητες σε διάλυμα
leaven
: 2 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Medical1