DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
landscaping ['lænskeɪpɪŋ] n
construct. τοπιακή αρχιτεκτονική; αρχιτεκτονική τοπίου; τοπιοτεχνικές παρεμβάσεις
environ. εξωραϊσμος των τοπίων
environ., construct. σχεδιασμός τοπίων; διαχείριση τοπίων
landscaping
: 2 phrases in 2 subjects
Business1
Construction1