DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
jigger ['ʤɪgə] n
agric. ικρίωμα υλοτομήσεως
environ. δονούμενο κόσκινο
fish.farm. πλάνος
industr., construct. ζίνγκερ ή λευκαντική
transp. επιδρομίσκος
jigger
: 2 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Labor law1