DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
investments n
fin., account. χρεόγραφα; αξιόγραφα; κινητή αξία; κινητές αξίες; τίτλος αξιών
market. χρεόγραφα και επενδύσεις κινητών αξιών
investment [ɪn'vestmənt] n
gen. επένδυση; χρηματική επένδυση; στοίχημα; πρόκληση; κρίσιμο θέμα που διακυβεύεται
econ. επένδυση
fin. συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο
invest. επένδυση; τοποθέτηση; σχηματισμός κεφαλαίου; τοποθέτηση
law επένδυσις; επένδυσις σε θυγατρική εταιρία; συμμετοχή
law, fin., environ. επενδύσεις
investment Any item of value purchased for profitable return, as income, interest or capital appreciation [ɪn'vestmənt] n
environ. επένδυση
 English thesaurus
investment [ɪn'vestmənt] abbr.
abbr., fin. incoming overseas capital in place
investments
: 678 phrases in 28 subjects
Accounting13
Agriculture8
Banking3
Business7
Commerce7
Communications1
Economy111
Electronics1
Environment4
Finances339
Food industry1
General39
Industry1
Information technology3
Insurance9
International law2
International trade2
Investment28
Labor law2
Law38
Marketing30
Metallurgy2
Mineral products1
Natural sciences1
Politics4
Social science2
Statistics11
Taxes8