DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
interspace ['ɪntə'speɪs] n
agric. τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών
med. διάκενο; διάστημα; μεσοδιάστημα
interspacing v
IT, dat.proc. μεσοδιάστημα λέξεων
interspace
: 2 phrases in 1 subject
General2