| |||
διαλειτουργία (ΣΠ); διασυνεργασία | |||
ενδοσύνδεση; σύζευξη | |||
διασύνδεση; αλληλοσύνδεση | |||
ενεργειακή διασύνδεση | |||
διασύνδεση εθνικών δικαίων και κοινοτικού δικαίου | |||
σύνδεση; συνδυασμός | |||
| |||
δισταθής οπτική μονάδα; ενδοσύνδεση τσιπ | |||
English thesaurus | |||
| |||
intcon; intercon |
interconnection : 144 phrases in 16 subjects |