DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
inductor [ɪn'dʌktə] n
earth.sc. μαγνήτης διέγερσης μαγνητικής ροής
el. πηνίο; πηνίο αυτεπαγωγής; στραγγαλιστικό πηνίο
industr. πηνίο αντίδρασης και αυτεπαγωγής
med. επαγωγέας
inductor
: 45 phrases in 8 subjects
Communications2
Electronics19
Materials science3
Mechanic engineering8
Medical2
Metallurgy2
Technology1
Transport8