| |||
άμβλωση; έκτρωση; τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης; τεχνητή διακοπή της κύησης | |||
αποβολή κατά παρότρυνση (Abortus artificialis); αποβολή κατά πρόκληση (Abortus artificialis) | |||
τεχνητή εκβολή; προκληθείσα έκτρωσις; τεχνητή έκτρωση |
induced abortion : 1 phrase in 1 subject |
Medical | 1 |