DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
induced abortion
gen. άμβλωση; έκτρωση; τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης; τεχνητή διακοπή της κύησης
health. αποβολή κατά παρότρυνση (Abortus artificialis); αποβολή κατά πρόκληση (Abortus artificialis)
med. τεχνητή εκβολή; προκληθείσα έκτρωσις; τεχνητή έκτρωση
induced abortion
: 1 phrase in 1 subject
Medical1