DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
ictus ['ɪktəs] n
med. επιληπτική κρίση; πλήγμα; αιφνίδια προσβολή; κτύπημα; αποπληξία; αποπληκτική προσβολή; εγκεφαλικό επεισόδιο; εγκεφαλική συμφόρηση; εγκεφαλικό
 English thesaurus
ictus ['ɪktəs] n
lit. A rhythm or beat
ictus
: 5 phrases in 1 subject
Medical5