DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
hulling ['hʌlɪŋ] n
med. ξεφλούδισμα
hulling ['hʌlɪŋ] v
agric. διάνοιξη λοβού οσπρίων για την παραλαβή των σπερμάτων
med. αποφλοίωση
hulling
: 3 phrases in 1 subject
Agriculture3