DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
horse hoe
agric. αμπελουργικό σκαλιστήρι; αμπελουργικός καλλιεργητής; καναδική σβάρνη; ζωοκίνητο σκαλιστήρι; ιπποσκαλιστήρι