DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
home-help
social.sc. κατ΄οίκον συνδρομή
home help ['həum'help]
gen. οικογενειακό βοήθημα
econ. κατ' οίκον βοήθεια
health. κατ'οίκον βοήθεια
social.sc. βοήθεια για διατήρηση του οικοκυριού
home-help
: 5 phrases in 3 subjects
General1
Health care3
Social science1