DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
hardpan ['hɑ:dpæn] n
earth.sc. σκληρός σιδηρούχος ορίζων συσσωρεύσεως
life.sc., agric. συμπαγής ορίζων; τσιμεντοποιημένο εδαφικό στρώμα
 English thesaurus
hardpan ['hɑ:dpæn] n
earth.sc. orstein