| |||
ενανθράκωση; εναποθετική βαφή; εναποθετική σκλήρυνση | |||
| |||
σκλήρυνσις | |||
σκλήρυνση φάσματος | |||
διεργασία βαφής | |||
υδρογόνωση | |||
σκλήρυνση | |||
βαφή | |||
English thesaurus | |||
| |||
h. | |||
To configure a computer or other network device to resist attacks |
hardening : 148 phrases in 17 subjects |