| |||
μεταπέμπω | |||
| |||
μεταπέμπω; διακυψελική μεταγωγή; διακυψελική μεταπομπή; σε εξέλιξη μεταγωγή κλήσης; μεταπομπή | |||
μεταγωγή από δορυφόρο σε δορυφόρο; μεταφορά | |||
English thesaurus | |||
| |||
handover |
hand over : 5 phrases in 3 subjects |
Communications | 2 |
Medical | 1 |
Transport | 2 |