DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
gumming ['gʌmɪŋ] v
commun. επάλειψη με γόμμα; κόλλημα με κόλλα
industr., construct. συσσωμάτωση με κόλλα
industr., construct., met. γιαλόχαρτο
tech., industr., construct. γομάρισμα
gumming
: 4 phrases in 4 subjects
Industry1
Materials science1
Metallurgy1
Technology1