| |||
κατευθυντήριες οδηγίες | |||
κατευθυντήριες γραμμές; οδηγίες | |||
κατευθυντήριες αρχές | |||
| |||
γραμμή καθοδήγησης | |||
English thesaurus | |||
| |||
a description of a particular way of accomplishing something that is less prescriptive than a procedure |
guidelines : 102 phrases in 24 subjects |