DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
gritting n
construct. διάστρωση λιθοσυντριμμάτων; διάστρωση σκύρων
transp., construct. αμμοδιασπορά
gritting v
construct. διάστρωση ψηφίδων
transp., construct. επίστρωση με άμμο
gritting
: 2 phrases in 1 subject
Transport2