DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
graft [grɑ:ft] n
agric. εμβόλιο; δισυπόστατο φυτό
crim.law. χρηματισμός
forestr. ενοφθαλμισμός
med. μόσχευμα; μεταμόσχευση
nat.res., agric. εμβολιαζόμενο στοιχείο; εμβολιασμός
grafting ['grɑ:ftɪŋ] v
agric. εμβολιασμός
med. μεταμόσχευση
graft
: 178 phrases in 6 subjects
Agriculture49
Chemistry2
Health care2
Industry1
Medical104
Natural sciences20