DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
gauging ['geɪʤɪŋ] adj.
agric. καταμέτρηση πλοίου; καλιμπράρισμα των βαρελιών
transp. πραγματικός άξονας μετρήσεων; διέγερση εγκαρσίως προς τον άξονα μέτρησης; διέγερση καθέτως προς τον άξονα μέτρησης
gauging
: 22 phrases in 8 subjects
Chemistry1
Construction1
Earth sciences1
Economy1
Industry2
Life sciences10
Technology2
Transport4