DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
gasket ['gæskɪt] n
industr. μεταλλοπλαστική συναρμογή
life.sc., el. σÙνδεσμος στήριξης; σÙνδεσμος στεγανοποíησης
mech.eng. μονωτικός σύνδεσμος; δαχτυλίδι στεγανότητας; ροδέλα στεγανότητας; φλάντζα στεγανωτική; παρέμβυσμα
transp., construct. στεγανοποίηση
transp., industr. φλάντζα
gasket
: 38 phrases in 8 subjects
Chemistry1
Construction1
Electronics5
General2
Industry3
Materials science6
Mechanic engineering16
Transport4