DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
furrower ['fʌrəuə] n
agric. κοντάρι για τη χάραξη γραμμών; αυλακωτήρας φυτευτικής μηχανής
mech.eng. αυλακωτήρας σε συνδυασμό με σπαρτική μηχανή