DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
fractile ['fræktail] n
math. ποσοστημόριο
stat. ποσοστιαίο σημείο; τμήμα κατανομής πιθανότητας; πολλοστημόριο
fractile
: 2 phrases in 2 subjects
Communications1
Statistics1