DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
flashover ['flæʃˌəʊvə, -ˌoʊvər] n
gen. ανάφλεξη αερίων,έξαρση πυρκαγιάς
el. επιφανειακή εκκένωση; σπινθηροπαραγωγή; σπινθηρισμός εκκίνησης
stat., earth.sc. υπερπήδηση; εκκένωση μέσω διηλεκτρικού
flashover
: 1 phrase in 1 subject
Electronics1