DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
flail [fleɪl] n
agric. αλωνιστικό εργαλείο; κόπανος; πτερύγιο; καμπυλωτό μαχαίρι
flail
: 31 phrases in 2 subjects
Agriculture30
Medical1