DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
finish ['fɪnɪʃ] v
gen. τερματισμός; τελειώνω; λήγω; λήξη
agric., construct. αυλάκι ανοίγματος αρότρου
agric., industr., construct. ξυλεία τελειώματος
forestr. πλάνιση; πλανιάρισμα
industr., construct. αποτελείωμα; τελείωμα; φινίρω
industr., construct., chem. φινίρισμα
industr., construct., met. επιλαίμιο; στόμιο φιάλης; γυάλισμα επιφανείας
met. επεξεργάζομαι ένα καλούπι
tech., industr., construct. τελειωτική κατεργασία
finishing ['fɪnɪʃɪŋ] v
gen. τελείωμα; τελική διαμόρφωση
agric. τελειώνει το όργωμα
anim.husb. τελική πάχυνση
chem. αποτελείωμα; φινίρισμα
construct. στάδια τελικής επεξεργασίας; τελική επεξεργασία
industr. τελευταίο στάδιο ωρίμασης
industr., construct. κατεργασία τελειώματος
labor.org., tech., industr. εργασία αποπεράτωσης
met. τελική επεξεργασία καλουπιού
met., mech.eng. τορνάρισμα αποπεράτωσης
wood. τελειωτική λείανσις
Finish ['fɪnɪʃ] v
comp., MS Τέλος (A navigation button used to complete and close a wizard)
finished ['fɪnɪʃt] adj.
gen. τελειωμένη; τελειωμένο; τελειωμένος
agric. γινομένος; ώριμος
 English thesaurus
finish ['fɪnɪʃ] abbr.
abbr., polym. fin
jewl. Refers to the way a metal surface has been done. Metal can be glossy, brushed, hammered, ect. These are all types of finishes popularly used in jewelry.
finished
: 397 phrases in 31 subjects
Agriculture10
Chemistry31
Communications1
Construction6
Cultural studies2
Earth sciences1
Economy2
Electronics2
Environment5
Finances1
Fish farming pisciculture1
Food industry2
General2
Hobbies and pastimes1
Industry193
Information technology10
Labor organization4
Law1
Leather1
Life sciences2
Marketing14
Materials science2
Mechanic engineering17
Medical2
Metallurgy44
Statistics4
Technology23
Textile industry3
Transport6
Wood processing3
Work flow1