|
|
gen. |
τερματισμός; τελειώνω; λήγω; λήξη |
agric., construct. |
αυλάκι ανοίγματος αρότρου |
agric., industr., construct. |
ξυλεία τελειώματος |
forestr. |
πλάνιση; πλανιάρισμα |
industr., construct. |
αποτελείωμα; τελείωμα; φινίρω |
industr., construct., chem. |
φινίρισμα |
industr., construct., met. |
επιλαίμιο; στόμιο φιάλης; γυάλισμα επιφανείας |
met. |
επεξεργάζομαι ένα καλούπι |
tech., industr., construct. |
τελειωτική κατεργασία |
|
|
gen. |
τελείωμα; τελική διαμόρφωση |
agric. |
τελειώνει το όργωμα |
anim.husb. |
τελική πάχυνση |
chem. |
αποτελείωμα; φινίρισμα |
construct. |
στάδια τελικής επεξεργασίας; τελική επεξεργασία |
industr. |
τελευταίο στάδιο ωρίμασης |
industr., construct. |
κατεργασία τελειώματος |
labor.org., tech., industr. |
εργασία αποπεράτωσης |
met. |
τελική επεξεργασία καλουπιού |
met., mech.eng. |
τορνάρισμα αποπεράτωσης |
wood. |
τελειωτική λείανσις |
|
|
comp., MS |
Τέλος (A navigation button used to complete and close a wizard) |
|
|
gen. |
τελειωμένη; τελειωμένο; τελειωμένος |
agric. |
γινομένος; ώριμος |
|
English thesaurus |
|
|
abbr., polym. |
fin |
jewl. |
Refers to the way a metal surface has been done. Metal can be glossy, brushed, hammered, ect. These are all types of finishes popularly used in jewelry. |