DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
filling up
agric. απογέμισμα
commun. σφράγισμα
food.ind. απογέμισμα οινοδοχείων
filling-up ['fɪlɪŋ'ʌp]
agric. ανακαίνιση; επαναφύτευση; ξαναγέμισμα
to fill up ['fɪl'ʌp]
mech.eng. εχμάζω; μποτσάρω
filling up
: 4 phrases in 3 subjects
Chemistry1
Earth sciences1
Industry2