| |||
εικάζω | |||
| |||
γκοφράρω; σχηματογραφώ | |||
| |||
σχηματοτύπωμα | |||
μορφή,σχήμα | |||
διόρθωση; επισκευή | |||
| |||
μορφικό σχήμα | |||
σχηματοτυπώνω; εικόνα' σχήμα | |||
μορφή,σχήμα | |||
αραβικός αριθμός; αριθμός; σχήμα | |||
σχέδιο | |||
διάγραμμα | |||
εικονογράφημα; εικόνα | |||
English thesaurus | |||
| |||
FIG/Fig. |
figure : 132 phrases in 23 subjects |