DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
feather ['feðə] n
commun. αραιώνω κατακορύφως
earth.sc. πτερύγιο
industr., construct., met. νέφος φυσαλίδων; παραμόρφωση πλέγματος
insur., chem., met. κίτρινη ζώνη στην αναγωγική φλόγα; κίτρινη ζώνη στην ανθρακωτική φλόγα
mech.eng. παράλληλη σφήνα στερεωμένη με κοχλία
med. φτερό; πούπουλο; πτερό; πτέρωμα
met. σφήνα
to feather ['feðə] n
mech.eng. να μεταβληθεί το βήμα
feathering ['feð(ə)rɪŋ] v
astronaut., transp. Πτέρωση
feather
: 94 phrases in 14 subjects
Agriculture13
Astronautics7
Communications1
Construction1
Cultural studies1
Earth sciences1
Electronics1
Industry5
Mechanic engineering13
Medical23
Municipal planning2
Natural resourses and wildlife conservation2
Natural sciences16
Transport8