DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
fallow ['fæləu] n
agric. γαία υπό αγρανάπαυση; χέρσα γαία; χέρσα γη
earth.sc. χέρσος αγρός; αγρός σε αγρανάπαυση; ακαλλιέργητος αγρός
econ. αγρανάπαυση
to fallow ['fæləu] n
agric. γη που είναι σε αγρανάπαυση; γη που μένει ακαλλιέργητη
fallowing ['fæləuɪŋ] v
agric. γη που μένει ακαλλιέργητη; αγρός υποκείμενος σε ανάπαυση
health., anim.husb., fish.farm. εκκένωση
fallow
: 46 phrases in 7 subjects
Agriculture29
Earth sciences3
Environment6
Forestry2
Mammals1
Natural resourses and wildlife conservation1
Natural sciences4