DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
fairings n
transp. δευτερεύοντα αεροδυναμικά καλύμματα
fairing ['fe(ə)rɪŋ] v
astronaut., transp., el. αεροδυναμικό κάλυμμα; καλύπτρα; κώνος ρύγχους; οπίσθιο ράμφος; πρόσθιο αεροδυναμικό κάλυμμα; φαίριγκ
construct. οπίσθιον ράμφος βάθρου
transp. έμμορφο περίβλημα; αεροδυναμική μορφή
 English thesaurus
fairing ['fe(ə)rɪŋ] abbr.
abbr., avia. FAIR
fairing
: 36 phrases in 3 subjects
Mechanic engineering3
Municipal planning3
Transport30