DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
factoring ['fækt(ə)rɪŋ] v
commer., fin., account. "φάκτορινγκ"; πράξεις αναδόχου εισπράξεως απαιτήσεων; πρακτόρευση; χρηματοδότηση με εκχώρηση τίτλων; ανάληψη απαιτήσεων τρίτων; διενέργεια πράξεων αναδόχου είσπραξης εμπορευματικών απαιτήσεων; σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων
commer., IT παραγοντοποίηση
factoring
: 19 phrases in 5 subjects
Accounting1
Commerce10
General5
Statistics1
Work flow2