DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
exerciser ['eksəsaɪzə] n
hobby γυμναστικό όργανο για την άσκηση των μυών των βραχιόνων
IT, el. σύστημα ελέγχου
exerciser
: 2 phrases in 1 subject
Medical2