DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
excrescence [ɪk'skres(ə)ns] n
gen. φιοριτούρες; χρησιμοποίηση ωραίων φράσεων
med. παθολογικo πρήξιμο; παθολογική εξόγκωση; έκφυση; ανώμαλη ανάπτυξη ιστού; όγκος
nat.sc. έκφυμα (excrescentia)
nat.sc., agric. εκβλάστημα; εξόγκωση
excrescence
: 1 phrase in 1 subject
Agriculture1