| |||
ίωση ΄Ετς | |||
χαρακτική δι'οξέως; χαρακτική μεταλλογραφία | |||
εγχάραξη | |||
χαράσσω με χημική ουσία | |||
ίωση `Eτς | |||
| |||
Διάβρωση ειφανειών | |||
χαρακτική με οξύ | |||
σκάλισμα με οξύ | |||
χάραξη; χαρακτική | |||
χημική διάβρωση/χάραξη/χαρακτική με οξύ | |||
εγχάρακτη παράσταση | |||
χημική διάβρωση | |||
| |||
χάραξη | |||
| |||
Διάβρωση ειφανειών | |||
English thesaurus | |||
| |||
etcher; etching | |||
| |||
Elite Technologies, Inc. |
etch : 135 phrases in 15 subjects |