DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
escutcheon [ɪ'skʌʧ(ə)n] n
mech.eng., construct. πλακίδιο καλύψεως κλειδαρότρυπας; στόμιο κλειδαριάς
nat.res. έλυτρο (scutellum)
patents. θυρεός
escutcheon
: 2 phrases in 2 subjects
Natural sciences1
Patents1