DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
enclosures n
gen. περικαλύμματα
agric. περιφραγμένες επιφάνειες; περίφραγμα
law περιβλήματα
enclosure [ɪn'kləuʒə] n
IT, el. θήκη
enclosure [ɪn'kləuʒə] n
gen. περικάλυμμα εγκλεισμού; συνημμένως
agric. περιφραγμένος χώρος
earth.sc., mech.eng. κλειστός χώρος
el. ακουστικό περίβλημα
el., construct. κλειστός χώρος,περίφραγμα,περίβλημα
fish.farm. περίβολος
health. καλύπτρα; περίφραγμα
IT κιβώτιο προστασίας
IT, el. περίβλημα
law θύλακος
life.sc., el. κέλυφος του συλλέκτη
 English thesaurus
enclosure [ɪn'kləuʒə] abbr.
abbr., mil. encl; enclo
invest., abbr. encl.
metrol. All the walls which surround the live parts of electrical apparatus including doors, covers, cable entries, rods, spindles and shafts
mil., abbr. enc; incl; incls
enclosures
: 49 phrases in 14 subjects
Agriculture3
Communications2
Construction1
Earth sciences2
Electronics4
General2
Health care6
Industry1
Mechanic engineering11
Metallurgy2
Municipal planning1
Natural sciences1
Technology6
Transport7