DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
empowerment [ɪm'pauəmənt] adj.
h.rghts.act., empl. παραχώρηση αρμοδιοτήτων και εξουσιών
social.sc. ενδυνάμωση; ανάληψη ευθυνών; απόδοση αυτεξουσιότητας; συμμετοχή στις δομές; χειραφέτηση
empowerment
: 21 phrases in 2 subjects
General1
Social science20