DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
earthworks n
el., construct. χωματουργικά έργα
industr. επίχωμα
transp., chem. χωματουργικές εργασίες; χωματουργία; χωματουργικά
earthwork ['ɜ:θwɜ:k] n
transp., construct. εκχωμάτωση
earthworks
: 3 phrases in 2 subjects
Construction1
Transport2