DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
earned income ['ɜ:nd'ɪŋkʌm]
econ. δεδουλευμένο εισόδημα; εισόδημα από εργασία; εισόδημα εργασίας; εισόδημα προερχόμενο από εργασία; εργατικό εισόδημα
econ., lab.law. εισοδήματα από εργασία
lab.law. επαγγελματικό εισόδημα