| |||
χρωστικές ουσίες | |||
χρωστική ύλη | |||
χρωστική ύλη/βαφή | |||
βαφή; χρώση; χρωστική; βάφω έβαψα; βαμμένος; χρω έχρωσα; κάνω χρώση έκανα; καμωμένος | |||
| |||
χρωστική ύλη; βαφή | |||
| |||
βάφω | |||
English thesaurus | |||
| |||
Caper Dyer | |||
David Young Enterprises | |||
David Youngblood Enterprises | |||
Caper Dyer (DEW Line) |
dye : 123 phrases in 17 subjects |