| |||
άκαμπτος αγωγός; άκαμπτος αυλός | |||
μελανοκιβώτιο | |||
σωλήνωση | |||
διασταύρωση | |||
αεραγωγός; γραμμή αέρα; σωλήνας αέρα; σωλήνας | |||
διαχυτής; κωνοειδής αγωγός; συγκεντρωτής | |||
πόρος (ductus); κανάλι (ductus); αγωγός (ductus) | |||
αγωγός | |||
| |||
αγωγός διέλευσης καλωδίων | |||
κυματοδήγηση; παγιδευμένος ρυθμός | |||
English thesaurus | |||
| |||
ductility | |||
| |||
Dual Use Center |
duct : 471 phrases in 20 subjects |