DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
drawer ['drɔ:ə] n
gen. σχεδιαστής υφάσματος
fin. εκδότης
industr., construct. εκκενωτής,σύστημα ξεφουρνίσματος καμινιού
lab.law. εξελαστής σωλήνων και αγωγών; εξελαστής ράβδων μετάλλου; σύρτης-τραβηχτής; χειριστής μηχανής υαλοπινάκων
mech.eng. συρτάρι επίπλου; συρτάρι ταξινόμησης
mun.plan., industr., construct. συρτάρι
drawer
: 27 phrases in 11 subjects
Chemistry4
Communications6
Earth sciences2
Economy1
Industry2
Labor law2
Law2
Mechanic engineering4
Medical1
Municipal planning2
Natural sciences1