DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
double stroke
earth.sc., mech.eng. δίχρονο
el. διπλή σάρωση
mech.eng. διπλός εμβολισμός; διπλός εμβολισμός εργαλείου κατά την πλάνιση με κύλιση; κύκλος εργασίας
double stroke
: 2 phrases in 1 subject
Mechanic engineering2